< αἰχμητά
αἰχμητήριος >
αἰχμητήρ
,
-ῆρος, ὁ
1
guerrero
ἀπηνέες αἰχμητῆρες
Opp.
C
.3.211,
αἰχμητῆρα θανόντα
Nonn.
D
.28.122.
2
adj.
que se decide por las armas
γάμος
Nonn.
D
.42.501.