αἰχμαλωσία, -ας, ἡ
1 cautiverio Plb.5.102.5, IG 9(2).66.4 (Lamia II a.C.),
σωθεὶς ἐκ Κιλικίας ἐκ τῆς αἰχμαλωσίαςSEG 42.747 (Rodas II a.C.),
προκρίνας τὸν θάνατον τῆς ... αἰχμαλωσίαςprefiriendo la muerte a la cautividad D.S.20.61,
αἱ γυναῖκες ἐν αἰχμαλωσίᾳ πορεύσονταιLXX Ez.30.17, cf. Am.1.15, 2Es.5.5, Plu.Them.31, IG 22.1236.6 (II d.C.),
ἔλυσ]αν ἤδη τὴν [αἰχμα]λωσίανAnon.Hist. en PRyl.491.6 (II d.C.).
2 botín de cautivos
αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντεςD.S.17.7,
ἤγαγον τὴν αἰχμαλωσίανLXX Nu.31.12, cf. 4Re.24.14, Ps.67.19 (= Ep.Eph.4.8).