αἰτίζω
• Morfología: [act. impf. iter. 3a sg. αἰτίζεσκεν Nonn.Par.Eu.Io.9.8]
1 pedir, reclamar
ὁππότ' ἀνὴρ τοιοῦτος ... αἰτίζῃOd.4.651,
ἄγει κειμέλια ... αἰτίζων ἀνὰ δῆμονOd.19.273, c. ac.
φέρευ, τέκος, ὅσσ' ἐθελημὸς αἰτίζειςCall.Dian.32, cf. Nonn.D.2.545.
2 mendigar
αἰτίζων ἀκόλουςmendigando mendrugos, Od.17.222, cf. Call.Cer.115,
σῖτον ... κατὰ δῆμονOd.17.558,
ἄρτονAr.Pax 120,
μή τι αἰτισθῶσιν ὑπ' αὐτῶνHerm.Sim.9.20.2
•c. ac. de pers. pedir a, mendigar de
ἀνέραςOd.17.502,
αἰ. μάλα πάντας ἐποιχόμενον μνηστῆραςOd.17.351
•abs. pedir, mendigar
αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέραOd.17.228,
οὐ κατὰ κόσμον αἰτίζειςOd.20.182, cf. 19.273,
ἔμπαλιν αἰτίζωνAP 10.66 (Agath.),
πάρος αἰτίζεσκενNonn.l.c.