< αἰτήσιμος
αἴτησις >
αἰτήσιος
,
-α, -ον
1
mendigo
,
pedigüeño
,
Anecd.Ludw
.173.25, 26, Sud.
2
sent. dud.
ὁ αἰτήσιος λίθος
Olymp.Alch.106.25.