< αἰτιολογικός
αἰτιολόγος >
αἰτιολογισμός
,
-οῦ, ὁ
explicación
,
justificación
ὥρα τοιγαροῦν τούτων τὸν αἰτιολογισμὸν ὑποσχεῖν
Eus.
PE
1.5.11.