< αἰτητής
αἰτητός >
αἰτητικός
,
-ή, -όν
I
1
de pers.
pedigüeño
Arist.
EN
1120
a
33.
2
de cosas
petitorio
στίχος
Plu.2.334e,
ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως
Chrysipp.
Stoic
.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II
adv. -ῶς
haciendo colectas
αἰ. ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας
D.L.6.31.