αἰσῠλοεργός, -όν
malhechor
δμῶαMax.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός),
(Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσινClem.Al.Prot.2.33.
δμῶαMax.368, Aristarch. en Sch.Er.Il.5.403a (por ὀβριμοεργός),
(Ἡρακλῆ) οἱ ποιηταὶ ... αἰσυλοεργὸν ἀποκαλοῦσινClem.Al.Prot.2.33.