αἰσχυντικός, -ή, -όν
1 que da vergüenza
αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσιAnon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13,
τὰ αἰσχυντικὰ μόριαlas partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
•subst.
τὸ αἰ. τοῦ γυναίουSch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.