< αἰσχροσύνη
αἰσχρουργέω >
αἰσχρότης
,
-ητος, ἡ
1
fealdad
,
deformidad
αἰσχρότητος γέμουσαν τὴν ψυχὴν εἶδεν
Pl.
Grg
.525a.
2
conducta indecente
,
obscena
,
Ep.Eph
.5.4.