αἰσχρός, -ά, -όν
• Morfología: [compar. αἰσχίων Il.21.437, tard. αἰσχρότερος LXX Ge.41.19; sup. αἴσχιστος Il.2.216, αἰσχρότατος Antiph.Iun.2a, αἰσχιστότατος Olymp.in Alc.124]


A en sent. fís. feo, deforme de Tersites αἴσχιστος ἀνήρ Il.2.216, cf. Mimn.1.6, de Ártemis de Ártemis οὔτ' αἰσχρή h.Ap.197, παρθένους Hdt.1.196, πρόσωπα Semon.8.73, cf. Luc.Charid.26
deformado κληίς Hp.Art.14
c. alusión al sent. B I 1 neutr. como adv. ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7.22.

B como valoración social o moral

I 1vergonzoso, vil, deshonroso, innoble en época arc. ref. al comportamiento cobarde en la guerra αἰσχρόν c. inf. Il.2.119, 298, φυγή Tyrt.6.16, 8.17, αἰσχρὸς δ' ἐστὶ νέκυς κακκείμενος ἐν κονίῃσι Tyrt.7.19, τὸ αἴσχιστον ... ὅτι τὴν ἀσπίδα ἀπέβαλε Critias B 44
de otras cosas κέρδος Thgn.466, αἰσχρὸν ἀγνοεῖν τὰ οἰκήϊα Democr.B 80, cf. ψυχή Plb.3.116.13
gener. de cosas mal vistas vergonzoso, vil, malo γελᾶν καὶ πτύειν ἀντίον (τοῦ βασιλέως) Hdt.1.99, αἰσχρὸν ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρῄζειν βίου S.Ai.473, cf. 1159, op. καλός: ἔργον Hdt.3.155, Dialex.2 tít., junto a κακός A.Th.685, Pl.Grg.474c
subst. τό τ]ε καλὸν κρίνει τό τ' αἰσχρόν juzga lo que está bien y lo que está mal Simon.36.1, τό τ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν καὶ τὸ χρηστὸν εὐκλεές S.Ph.476, τὸ ἐμὸν αἰ. mi deshonor And.2.9, cf. Arist.Metaph.985a1, Rh.1366a24, Plb.6.6.9, Hymn.Is.28 (Ios), οἱ αἰσχροί op. οἱ ἀγαθοί hombres viles, Certamen 11
τὰ αἴσχιστα ἔπαθες Luc.Symp.32, αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται S.El.621, ἐπ' αἰσχροῖς sobre acciones viles S.Fr.188, E.Hipp.511.

2 obsceno ἀλληγορίαι Demetr.Eloc.151.

3 torpe, inadecuado πολλάκις δὲ τὸ μὲν πρὸς δρόμον καλὸν πρὸς πάλην αἰσχρόν X.Mem.3.8.7, αἰ. ὁ καιρός D.18.178.

II infamante, insultante ἐπέα Il.3.38, 13.768, ῥήματα PFlor.309.4 (IV d.C.).

C adv. neutr. plu. sup. y -ῶς

1 de manera deformada τὸν ἄνθρωπον χωλὸν αἰσχρῶς γενέσθαι Hp.Art.63.

2 vergonzosa, vilmente αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.B 16, (ἐκπεσόντα) τρίτον ... ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα A.Pr.959, σὺν τοῖς φιλτάτοις αἴσχισθ' ὁμιλοῦντ' S.OT 367, ζῆν S.El.989, cf. Pl.Smp.183d, τὴν χώραν μὴ ... αἰ. χερσεύεσθαι IG 9(2).517.30 (Larisa III a.C.), φυγεῖν Plb.1.74.11
sup. αἰσχίστως Mnasalc.2647P.

3 insultantemente ἐνένισπεν Il.23.473, Od.18.321.