< Αἰσχριωνίη φυλή
αἰσχροβόλος >
αἰσχρόβιος
,
-ον
que lleva a una vida escandalosa
φιλοχρημοσύνη
Orac.Sib
.3.189, cf.
Hom.Clem
.11.13.