αἰσχρουργία, -ας, ἡ
1 conducta obscena
μαινάδωνE.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
2 acción obscena, obscenidad
ἅπτομαι αἰσχρουργίαςPlu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.
μαινάδωνE.Ba.1062, cf. Aeschin.2.99.
ἅπτομαι αἰσχρουργίαςPlu.2.1044b, cf. Luc.Pseudol.27, D.Chr.4.102.