αἰσχρορρημοσύνη, -ης, ἡ


lenguaje obsceno D.Ep.4.11, αἰ. καὶ δυσφημία Phld.Rh.1.175, Ἀρχίλοχος ... αἰσχρορρημοσύναις ... κεχρημένος Eus.PE 5.32, ποιεῖσθαι αἰσχρορρημοσύνας representar obscenidades Porph.Ep.Aneb.1.2.