αἰσχρολογία, -ας, ἡ


1 obscenidad, lenguaje indecente X.Lac.5.6, de los cómicos ἦν γελοῖον ἡ αἰσχρολογία Arist.EN 1128a23, cf. Plb.12.13.3, Epict.Ench.33.

2 insulto κατὰ τῶν φίλων Plb.8.11.8, cf. 31.6.4, αἰ. καὶ δυσφήμία Phld.Rh.1.176, ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν Ep.Col.3.8, φεύγειν τὰς αἰσχρολογίας ret. en POxy.410.77, πολλὰς ἐ[σ]χρολογίας εἰς πρόσωπόν μου ἐξειπών BGU 909.11 (IV d.C.).