αἰσθάνομαι
• Alolema(s): αἴσθομαι Ach.Tat.4.4.6, a veces como var. Th.5.26 (ap.crít.), Pl.R.608a, Isoc.3.5
• Morfología: [v. med.-pas. fut. αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26, αἰσθηθήσομαι LXX Is.33.11; aor. subj. αἰσθήσωμαι Sch.Arat.418, αἰσθηθῶ LXX Ib.40.23; tard. act. (dud.) ἐσθάνετε (l. αἰσθ-) POxy.3417.10 (IV d.C.)]


I de la percepción por los sentidos

1 en sent. gener. conocer por los sentidos op. γιγνώσκω: μήτε ἃ τῷ ἄλλῳ σώματι αἰσθάνεται, μηδὲ ἃ τῇ γνώμῃ γιγνώσκει Critias B 39
op. ξυνίημι: ἄνθρωπον γάρ φησι τῶν ἄλλων διαφέρειν ὅτι μόνον ξυνίησι, τὰ δ' ἄλλα αἰσθάνεται μέν, οὐ ξυνίησι δέ Alcmaeo B 1a
op. θεωρεῖν: τὸ κατ' ἐνέργειαν (αἰσθάνεσθαι) τῷ θεωρεῖν διαφέρει ὅτι ... Arist.de An.417b18
op. φρονεῖν y νοεῖν: οὐ ταὐτόν ἐστι τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ φρονεῖν ... ἀλλ' οὐδὲ τὸ νοεῖν Arist.de An.427b7-9
τῷ αἰσθάνεσθαι τὸ ζῷον πρὸς τὸ μὴ ζῷον διορίζομεν Arist.Iuu.467b24.

2 en sent. específico percibir, ver, oír, tocar, oler con un determinante del campo de la percepción sensible c. ac. βοήν percibir, oír un grito S.Ai.1318, ὥς μοι πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς, πολλὰς δ' ... ᾔσθου ... πλαγάς cuántos cantos de duelo me oíste y cuántos golpes me viste darme S.El.89, οὐδ' ὄνομ' <ἄρ'> οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου S.Ph.252
c. gen. βοῆς E.Hipp.603, ὦ θεῖον ὀσμῆς πνεῦμα ... ᾐσθόμην σου E.Hipp.1392, τῆς φωνῆς Ach.Tat.4.4.6, c. gen. y part. concord. c. el gen. τινὸς ὑποστενούσης S.El.79
c. dat. τῇ ψαύσει Democr.B 11, τῇ ὄψει καὶ τῇ ἁφῇ καὶ τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1, τῇ ὄψει Th.7.75, ἀκοῇ Th.6.17, 20, τῇ ὀσμῇ X.Mem.3.11.8
sin determinante del campo de la percepción sensible ver δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας A.Pr.957, με S.Ph.75
oír οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντα νιν S.Ph.445, τὰ τῶν φίλων κακά E.Hel.764, μηδ' ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο Ar.Pax 209, πάντα Th.1.133
oler τὸν δὲ (el caballo de Darío) αἰσθόμενον φριμάξασθαι Hdt.3.87.

II de la percepción intelectual

1 como resultado de un proceso de percepción sensible darse cuenta, conocer, enterarse c. ac. τὸ γεγενημένον Th.4.44, τὸν θροῦν Th.4.66, cf. E.Tr.638, c. part. pred. del suj. αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51. c. part. pred. del compl. dir. ᾔσθοντο αὐτοὺς προσπλέοντας Th.1.47, ἐγγὺς ὄντα ᾐσθάνοντο αὐτόν Th.7.2, εἴ τινά κ[α σ]υνωμοσίαν αἴσ[θ]ωμαι ἐοῦσαν [ἢ γι]νομέναν IPE 12.401.45 (Quersoneso Táurico III a.C.)
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰ. ὅτι Th.5.2, X.An.1.2.21, αἰσθανθήσεται πᾶσα σὰρξ ὅτι ἐγὼ κύριος LXX Is.49.26
c. ὡς X.An.3.1.40
c. prep. c. gen. enterarse por ὑπ' αὐτομόλων Th.5.2, δι' ὧν Pl.Tht.184e
recordar ἡ τρίτη (ἀναγνώρισις) διὰ μνήμης, τῷ αἰσθέσθαι τι ἰδόντα Arist.Po.1454b37
abs. ὡς δὲ ἄνω πλείους ἐγένοντο, ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες Th.3.22, c. sent. irón. νῦν ὄψεσθε, νῦν αἰσθηθήσεσθε LXX Is.33.11.

2 de un proceso netamente mental entender, percibir mentalmente, conocer τῇ γνώμῃ Hp.Off.1, Th.7.75
c. ac. τὸ μέλλον Th.1.90, τὰς αἰτίας Th.2.60, τοῦτο Th.3.36, τὴν διάνοιαν Th.7.60, τὰ τῆς θεοῦ E.Hel.653, τὸ πραχθέν Lys.9.4
τὰ κατὰ τὴν Πρωτάρχου ἐπιστολήν PSI 552.29 (III a.C.)
c. giro prep. περί τινος Th.1.70
c. part. pred. concord. c. suj. οὐκ αἰσθάνονται τὰ αὐτὰ πράττοντες Thrasym.B 1, ὄντες γελοῖοι Pl.Thg.122c
c. part. en gen. ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176, ἤδη τινων ᾐσθόμην ἀχθομένων μοι Lys.16.20
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰσθόμενος οὐκ ἂν πείθειν αὐτούς Th.5.4, αἰσθανόμενος αὐτοὺς μέγα ... δύνασθαι Th.6.59, αἰ. ὅτι ... Pl.Ap.21e, οὕνεκα S.El.1477
abs. ᾔσθημαι me doy cuenta E.Hipp.1403, cf. Or.752, οἱ δὲ δυνατοὶ αἰσθόμενοι Συρακοσίους ἐπάγονται Th.5.4, οὐκ αἰσθήσετ' οὐδείς Men.Dysc.902.

3 abs. en part. tener capacidad de juicio τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26, ἄνθρωποι αἰσθανόμενοι Th.1.71, cf. X.Mem.4.1.1, Pl.R.360d, τούτους ἀφώνους, αἰσθανομένους δέ, ξυμβαίνει γίνεσθαι Hp.Coac.194.

4 dud., tal vez act. ser comprensivo, tener sensibilidad, buenos sentimientos οὐκ ἐσθάνετε ἀνθρώποις POxy.l.c.
• Etimología: Cf. 1 ἀίω.