< αἰπυλόφιος
αἰπῠμήτης >
αἰπύλοφος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
de alta cumbre
Nonn.
D
.2.379
•
de alto penacho
τρυφαλείη
Nonn.
D
.26.158.