< αἰπύθεν
αἰπυλόφιος >
αἰπύκερως
,
-ων
de altísimos cuernos
ἔλαφος
Babr.Dact
.3, cf.
EM
α
537,
Et.Gen
.
α
232,
Et.Sym
.
α
301, Theognost.
Can
.14.