αἰολόμητις, -ιος
de mente retorcida o ingeniosa
ΠρομηθεύςHes.Th.511,
ΚύπριςA.Supp.1036,
ὈδυσσεύςOpp.H.2.503,
ΑἰακόςNonn.D.37.580,
πούλυποςNonn.D.1.279,
ἜρωςMusae.198.
ΠρομηθεύςHes.Th.511,
ΚύπριςA.Supp.1036,
ὈδυσσεύςOpp.H.2.503,
ΑἰακόςNonn.D.37.580,
πούλυποςNonn.D.1.279,
ἜρωςMusae.198.