< αἰολόδωρος
Αἰολοκένταυρος >
αἰολοθώρηξ
,
-ηκος, ὁ
el de la coraza de brillos cambiantes
Ἄντιφος αἰ.
Il
.4.489, cf. 16.173,
de Helios
Hymn.Mag
.11.16.