αἰνόμορος, -ον
1 de pers. de terrible destino, Il.22.481, Od.9.53, 24.169, A.Th.904, CEG 94.4 (Atenas V a.C.),
ἔκφρονας, αἰνομόρους ἢ νοσεροὺς τελέσει(Selene a los hombres), Man.1.213,
αἰνόμοροι μέροπεςOrac.Sib.5.455,
ψυχαίOrph.H.57.6,
ΖαγρεύςNonn.D.5.565,
ΣεμέληNonn.D.27.56, cf. Suppl.Mag.60.1, SEG 47.1649.2 (Lidia, imper.).
2 funesto, que produce una suerte fatal
ζόφοςh.Merc.257,
νόσημαTheoc.30.1,
σμύραιναMarc.Sid.13,
ὕδροςQ.S.9.395.