< αἰνοπάτηρ
αἰνοπλήξ >
αἰνοπέλωρος
,
-ον
terriblemente monstruoso
δάκος
Opp.
H
.5.303, cf.
ἐπεὶ ἴδον αἰνὰ πέλωρα
Od
.10.219.