αἰνιγμᾰτώδης, -ες
I
τοὖποςA.Supp.464,
λόγοιPlb.15.25.34,
χρησμόςD.S.32.10.2, neutr. adv.
αἰνιγματωδέστερον ..., ὡς μάντις, λέγειPl.Chrm.164e, cf. Luc.Pseudol.27, Ael.VH 14.15
•esp. de las sentencias de Heráclito y sus seguidores
ῥηματίσκια αἰνιγματώδηPl.Tht.180a,
ὅλον τε τὸ περὶ φύσεως αἰνιγματῶδες ἀλληγορεῖtodo lo relativo a la Naturaleza lo alegoriza mediante términos enigmáticos Heraclit.All.24
•de pers., Max.Tyr.38.4
•subst. τὰ αἰ. enigmas Arist.Rh.1394b35.
2 alegórico, metafórico
πόησις [αἰνιγμ]ατώδηςOrph.Comm.3.4,
νόμος ὁ διὰ Μωυσέως, τῆς μελλούσης χάριτος συμβολικὴ καὶ αἰ. ἐπιτομήHippol.in S.Pasch.9.35.
II adv.
1 -ῶς enigmática, oscuramente Anaximen.Rh.1441b22.
2 alegóricamente
λέγειν [.. αἰν]ιγματωδῶ[ςOrph.Comm.3.5.