< αἰνιγματιστής
αἰνιγματοποιΐα >
αἰνιγματοειδής
,
-ές
1
oscuro
,
enigmático
σύγγραμμα
Zos.Alch.241.26.
2
adv. -ῶς
de manera enigmática
Hsch.s.u.
ἔμφατον
.