< αἰλουροειδής
αἰλουροπρόσωπος >
αἰλουρόμορφος
,
-ον
de cara de gato
ξόανον
Horap.1.10,
ἰδέα κανθάρων
del escarabajo pelotero (
Scarabaeus pilularis
)
Horap.1.10.