< αἰλουρίς
αἰλουρόδηκτος >
αἰλουροβοσκός
,
-οῦ, ὁ
cuidador de gatos sagrados
οἱ ἱερόδουλοι τῆς Βουβάστιος ὄντες αἰλουροβοσκοί
PCair.Zen
.451.2 (III a.C.).