αἰκίζω
• Alolema(s): ép. ἀεικίζω


1 maltratar, ultrajar c. ac. de cuerpos inertes νεκρόν Il.16.545, c. ac. de pers. τὸν δύστηνον S.Ai.111, cf. 402, Tr.839, μὴ ... τὸν γέροντά μ' αἰκίσῃ S.OT 1153, en v. pas. hοῖσι Πυραιβν παῖδες ἐμτίσαντ' α[ἰ]κισθέντα φόνον para quienes los hijos de los Pirebos tramaron una muerte ignominiosa, SEG 41.540 (Ambracia VI a.C.) (pero cf. ap. crít.), δέμας ... αἰκισθέν τ' ἰδεῖν S.Ant.206
en v. med. mismo sent. μιν (Σαρπηδόνα) ἀεικισσαίμεθ' ἑλόντες Il.16.559, τοὺς δὲ ἀποθανόντας ... ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται A.Pr.195, cf. Pr.169, τοὺς δὲ δεσμίους ᾐκίζεθ' S.Ai.300, τυράννων ἑστίαν ᾐκισμένη tú que has ultrajado el hogar real E.Med.1130, cf. Tim.15.176, D.S.18.47, AP 12.80 (Mel.)
c. ac. de la tierra devastar, arrasar γαῖαν Il.24.54, γῆν Archil.203.27, φόβην ὕλης S.Ant.419, τὰ χωρία D.43.72.

2 sólo c. ac. de pers. atormentar, castigar, torturar frec. c. instrum. πληγαῖς ἡμᾶς πλίσταις ᾔκισαν PFay.108.14 (II d.C.), cf. PCair.Isidor.63.24 (III d.C.), en v. pas. ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27, c. ac. de rel. πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι Pl.Ax.372a, Plb.24.9.13, τὰ σώματα αἰκισθέντες ἀπέθανον And.Myst.140, διὰ τὸ εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol.1311b24
en v. med. mismo sent. οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὑτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας Isoc.4.123, ἕνα τῶν ἐκεῖ βουλευτῶν ... ᾐκίσατο ῥάβδοις Plu.Caes.29, πληγαῖς με ᾔκίσατο PAmh.77.19 (II d.C.), cf. Polyaen.8.6, D.C.11.6, IG 22.1369.43 (II d.C.), SB 7464.11 (III d.C.).