αἰκέλιος, -α, -ον
• Alolema(s): ἀεικ- Hom., A.R.1.304, 2.1126, Nic.Th.271, INap.95.3 (I d.C.)
• Morfología: [-ος, -ον Od.19.341]
I
πληγήOd.4.244,
ἀλαωτύςOd.9.503,
ἄλγοςOd.14.32,
νύχμαNic.l.c.
•ultrajante
δεσμόςSol.3.25
•funesto
ὄρνιςA.R.1.304,
ναῦςA.R.2.1126,
Μοῖρά τις ἀεικέλιοςINap.l.c.
2 miserable, inferior, vil
χιτώνOd.24.228,
κοίτηOd.19.341,
δέμαςE.Andr.131,
ἔργονLuc.Syr.D.25 (ap. crít)
•de pers. indigno, vil, Od.6.242,
ἐπ' αἰκελίῳ παιδὶ δαμείςThgn.1344,
με ἕλεν κάματος λυγρὸς ἀεικέλιονIG 22.7198 (II d.C.)
•de un ejército indigno, cobarde, Il.14.84.
II adv. -ως inconveniente, terriblemente
ῥυστάζεινOd.16.109, 20.319,
ἐδαμάσθηνOd.8.231.