αἰθᾰλέος, -α, -ον
• Alolema(s): αἰθάλειος EMα 482; αἰθάλεος Sch.D.T.542.10
1 de oscuros nubarrones
πρηστῆρεςA.R.4.777.
2 parduzco, negruzco de las hormigas, Nic.Th.750,
σημαίνει τὸν καπνόνEM l.c.
πρηστῆρεςA.R.4.777.
σημαίνει τὸν καπνόνEM l.c.