< αἰθεροτρόμος
αἰθεροφόρος >
αἰθεροφαής
,
-ές
brillante como el éter
de Edipo
πολιὸν αἰθεροφαὲς εἴδωλον
E.
Ph
.1543 (cj., pero cód. αἰθέρος ἀφανές).