< αἰθερόπλαγκτος
αἰθεροτρόμος >
αἰθεροπορέω
desplazarse por el éter
,
volar
metáf.
λαβόντες ... πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς αἰθεροποροῦσιν
Ath.Al.
Res.Bapt
.9.