< αἰθεροδρόμος
αἰθερολάμπω >
αἰθεροειδής
,
-ές
semejante al éter
Plu.2.430d,
ἔστιν ὁ ἥλιος πίλημα αἰθεροειδὲς τῇ οὐσίᾳ
Iust.Phil.
Qu.Chr
.M.6.1421D, cf. Gr.Nyss.
Hex
.52.11.