αἰθεριώδης, -ες


etéreo, propio del éter φύσις Heraclit.All.36, 43 (cód.), στοιχεῖον Iust.Phil.Coh.Gr.36.24, τόποι Gr.Nyss.Or.Dom.48.23 (cf. αἰθερώδης).