αἰθαλώδης, -ες
ahumado, negro Arist.Mu.395a27, Gal.9.470,
κατὰ τὴν χρόανStr.5.4.8,
κατὰ χρόαPhilum.Ven.15.3,
τὴν χροιάνSch.Theoc.11.24, cf. Sch.Hes.Th.515b,
τόποςPs.Caes.117.7.
κατὰ τὴν χρόανStr.5.4.8,
κατὰ χρόαPhilum.Ven.15.3,
τὴν χροιάνSch.Theoc.11.24, cf. Sch.Hes.Th.515b,
τόποςPs.Caes.117.7.