αἰδέσῐμος, -ον
• Alolema(s): αἰδέσσιμος Orph.A.1338
I
τοῖς αἰδεσιμωτάτοις τῶν βασιλέωνAristid.Or.2.99,
αἰδεσιμώτερος ... οὐδὲ φοβερώτεροςHierocl.in CA 13,
κούρη αἰ.Eudoc.Cypr.1.54
•neutro subst.
τὸ μετ' εὐνοίας αἰδέσιμονel respeto bondadoso Luc.Scyth.10,
τοῦ προσώπου τὸ αἰ.el aspecto respetable del rostro Luc.Nigr.26
•c. dat.
τῷ πατρίde Atenea para con Zeus, Aristid.Or.37.6,
τὸ ἱερὸν πᾶσινPaus.3.5.6,
αἰδεσιμώτατον δὲ αὐτοῖς ἐκείνοιςM.Ant.1.2
•en pap. e inscr. tard., en fórmulas de trat. respetable, reverendo
ὁ αἰ. πολιτευόμενος τῆς λαμπρᾶς καὶ λαμπροτάτης Ὀξυρυγχιτῶν πόλεωςPMed.1.64.2, cf. 45.3 (ambos V d.C.),
ὁ αἰ. ἈθανάσιοςPMich.612.5 (VI d.C.),
τῷ αἰδεσίμῳ Κύρῳ ἐπιμελητῇ τοῦ δημοσίου λογιστηρίουPOxy.125.3 (VI d.C.) en BL 1.316, cf. POxy.149.1, 126.5, 29, 136.17, 2780.12, PLugd.Bat.17.17.2 (todos VI d.C.).
2 púdico, pudoroso
κρύπτοντε γάμων αἰδέσσιμον ἔργονOrph.A.1338.
II adv. -ως de manera respetuosa o deferente Ael.NA 2.25, cf. Stud.Pal.20.129.9 (V d.C.).