< αἰδεστέον
αἰδεστός >
αἰδεστικός
,
-ή, -όν
1
púdico
Sch.Pi.
O
.13.163e
•
subst. τὸ αἰ. Sch.E.
Hipp
.345D.
2
adv. -ῶς
púdicamente
,
Gloss
.2.164.