αἰγών, -ῶνος, ὁ


cabrerizo, PCair.Zen.771.14 (III a.C.), Αιγονοτοποσητοι ημανδρα caprile (e.d. αἰγὼν ὁ τόπος ἤτοι ἡ μάνδρα caprile), Gloss.2.220.