< αἰγοθύτης
Αἰγοκεράστης >
αἰγόκερας
,
-ατος, τό
bot.
alholva
,
Trigonella foenum-graecum
L.
, Dsc.2.102, Plin.
HN
24.184, Gal.6.537
•
diuissim
αἰγὸς κέρας
Hp.
Int
.30.