< Αἰγοσθενίτης
αἰγοστάσιν >
αἰγοσκελής
,
-ές
de piernas de cabra
de cierto tipo de mono
οἷος δὴ καὶ ὁ Πὰν ἐπικληθεὶς ὑπάρχει
Philost.
HE
3.11.