< Αἴγιον
*αἴγιος >
αἰγιοπλάκινος
,
-ον
• Grafía:
graf. ἐκειοπλ-
BGU
2725.10 (VI d.C.)
de fieltro de pelo de cabra
χλανίδιν αἰγιοπλάκ(ινον)
Stud.Pal
.20.245.4 (VI d.C.),
στιχ(άριον)
BGU
l.c.