< αἰγιαλοφύλαξ
αἰγιαλώτης >
αἰγιαλώδης
,
-ες
que vive en la costa
ζῷα op. πελάγια y πετραῖα
Arist.
HA
488
b
7,
lituralis
(
sic
)
,
Gloss
.2.220.