< αἰγιαλοφόρητος
αἰγ]ιαλοφυ[λακία >
αἰγιαλοφυλακέω
ser
αἰγιαλοφύλαξ
:
τοῦ α[ἰγιαλοφυλακοῦν]τος
cj. en Wilcken
Chr
.389.24 (II d.C.).