ἀποφθέγγομαι
I
•replicar, contestar
ἃ καὶ πρὸς τὸν μεμψάμενον ... ἀπεφθέγξατοPhilostr.VA 1.19
•esp. de sentencias y oráculos proferir Luc.Alex.25, Iambl.VP 55, esp. de la Pitia, Plu.2.405d, D.S.16.27
•hablar sin sentido
ἀποφθέξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶνLXX Ps.58.8
•esp. ref. a magos, adivinos o personas presas de enajenación vociferar
ἐν ἱεροῖς κάτοχοι γίνονται ἀποφθεγγόμενοιVett.Val.71.6,
ἀποφθεγγόμενοι ἢ μανιώδειςVett.Val.106.33,
οἱ ἀποφθεγγόμενοι ἐλάλησαν κόπουςLXX Za.10.2, cf. Ez.13.9, Mi.5.11.
2 cantar c. acompañamiento musical, LXX 1Pa.25.1.
II resonar
καθάπερ αἱ πονηραὶ χύτραι διακρουόμεναι μὴ σαπρὸν ἀποφθέγγωνταιLuc.Par.4.