ἀπόπληκτος, -ον
I
ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεταιHp.Flat.13, cf. Aph.6.57, Coac.157, Morb.2.6a, VC 19, Cael.Aur.CP 1.15.123, D.C.68.33.3,
ἔμβρυονHp.Mul.1.33,
πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποιa causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores
ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονταιPl.Com.138
•c. ac. de rel. paralítico
ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδαςHp.Morb.1.3, fig.
ἀ. τὰς γνάθουςparalítico de las mandíbulas, mudo Ar.V.948
•de partes del cuerpo
ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαιHp.Morb.1.4, Aph.7.40,
σκέλοςHp. en Aret.SD 1.7.2
•subst. οἱ ἀ. apoplejías Hp.Aph.3.16, Virg.1.
2 fig. atontado, estúpido, insensato por op. a ‘loco’
μανεὶς ἢ ... ἀ.Hdt.2.173,
ἄφρων οὐδ' ἀ.D.21.143,
ἀ. καὶ μαινόμενονD.34.16,
ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤνD.Chr.11.100, cf. Archestr.SHell.154.15, Plu.2.472c, en voc.
ἀπόπληκτε¡chalado! Men.Asp.239
•
ἀποπλήκτῳ ποδίinsensatamente S.Fr.248
•de acciones, palabras, cosas
ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστινMen.Pc.496,
μῦθοςD.Chr.11.54, cf. Phld.Ir.40.40, Rh.1.56
•por el asombro pasmado, atónito, estupefacto
τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ;S.Ph.731,
ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί;Men.Sam.105, cf. Epit.561, Teles 7 p.59.8.
II adv. -ως insensatamente Poll.5.121.