< Ἁλίσκος
ἁλισμάρᾰγος >
ἄλισμα
,
-ματος, τό
• Grafía:
dud. graf. ἄλιμα Sud.s.u.
ἄλειμμα
bot.
llantén de agua
,
Alisma plantago-aquatica
L.
, Dsc.3.152, Gal.11.861, Sud.l.c. (pero cf. ἅλιμος
2
).