ἀγγέλλω
• Morfología: [impf. iter. ἀγγέλλεσκον Hsch.; fut. jón. ἀγγελέω Il.9.617; aor. med. pas. ἠγγέλην Ph.2.588 y tard.]


1 llevar un mensaje, noticia o recado abs. Il.8.398, 409, Od.16.150
c. dat. ποιμένι λαῶν Od.4.24, γυναικί Od.15.458, τοῖσι κυρίοισι δωμάτων A.Ch.658
c. inf. llevar la orden de κείνοις ἀ ... οἶκόνδε νέεσθαι Od.16.350, cf. Aen.Tact.10.15
c. ac. e inf. γέροντας λέξασθαι Il.8.517
c. compl. de pers. traer o llevar noticias de alguien εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι Od.14.120
c. otras constr. Ὀρέστου ... ἀγγεῖλαι πέρι S.El.1111.

2 anunciar, comunicar (en pas. anunciarse, llegar la noticia) c. ac. de cosa Ποσειδάωνι ... πάντα τάδε Il.15.159, cf. 10.448, Od.13.94, Hdt.1.43, A.Ch.770, τι νεώτερον Pl.Prt.310b, οὐ πόλεμόν γε ἀγγέλλεις prov. traes buenas noticias Pl.Phdr.242b, πρὸς τίν' ἀ. λόγους E.Supp.399, ἐς πόλιν τάδε E.Or.1539
c. ὅτι, ὡς: ἤγγειλ' ὅττι Il.22.439, cf. Hdt.2.152, 7.162, E.IT 704, D.18.169, ἠγγέλθη τοῖς ... στρατηγοῖς ... ὅτι φεύγοιεν X.HG 1.1.27, ἄγγελλε ... ὁθούνεκα S.El.47
c. part. θανόντ' ἤγγειλαν S.El.1452, νικῶντ' Ὀρέστην E.El.762, ζῶν ἢ θανὼν ἀγγέλλεται; S.Tr.73, ἀγγέλλω ... ἔχουσα AP 7.479 (Theodorid.), ἀγγελῶν ὡς οὐκέτ' ὄντα S.OT 955, cf. El.1341
c. adj. ἀθλιωτάτην ἐμέ E.Hec.423, cf. X.An.2.3.19
en v. med. c. inf. Τεύκρῳ ... ἀγγέλλομαι ... εἶναι φίλος me anuncio a Teucro como amigo S.Ai.1376.

3 proclamar κάρυξ ... ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32, cf. O.7.21, P.9.2, ἥκω ... ἄνακτα καινὸν Ἁδριανὸν ἀγγελ[ῶν Mim.Fr.Pap.5.4, ὁ ἀγγελείς el propuesto para un servicio litúrgico PFlor.2.8 (III d.C.), οἱ ἠγγελμένοι PFlor.2.44 (III d.C.).

4 fil. comunicar ἡ αἴσθησις ... τὸ ἴδιον ἀγγέλλει πάθος S.E.M.7.354.
• DMic.: a-ke-ra2-te (?).