< Διδύμηα
*Διδύμης >
Δῐδῠμήϊος
,
-α, -ον
didimeo
,
de Dídimo
o
Díndimo
(v. Δίνδυμον
2
)
τύμπανον
Opp.
C
.3.283. Cf. Δίνδυμος.