< Δίνδῠμον
δίνευμα >
Δίνδῠμος
,
-η, -ον
dindimeo
,
de Díndimon
(cf. Δίνδυμον
2
)
σφυρὰ Δίνδυμα πέτρης
Nonn.
D
.48.241, cf. Διδυμήϊος.