< Δωτία
Δωτιεύς >
Δωτιάς
,
-άδος, ἡ
dotíade
, ét.
de Dotion
βασιλεὺς χώρας τῆς Δωτιάδος
S.
Fr
.492, Antim.85, A.R.
Fr
.10.