Δωρῐκός, -ή, -όν
I
ἔθνοςHdt.7.99, 8.43, Scymn.Fr.25,
γένοςHdt.1.56
•del territorio
χῶροιHdt.7.102,
τῶν ... τὰς Δωρικὰς πόλεις κτισάντωνIsoc.Ep.9.3, cf. Ephor.231, Scymn.291, 629,
ἌργοςS.OC 1301,
τετράπολιςStr.9.3.1, St.Byz.s.u. Ἀκύφας,
ἀποικίαScymn.262
•de pers.
ἀνήρAP 7.231 (Damag.),
Σικελίας σκαπτοῦχος ὁ ΔωρικόςArchimel.SHell.202.17
•ref. la lengua
ὄνομαPl.Cra.409a,
ῥῆμαEM α 1537,
διάλεκτοςIambl.VP 242, 243, EM 391.14G., cf. Hdn.Gr.2.57,
πρόθεσιςSch.Theoc.1.2e
•neutr. plu. subst.
τὰ Δωρικά (ῥήματα)las formas verbales dorias A.D.Synt.213.15,
ἄλλα τινὰ ΔωρικάChoerob.in Theod.123.11
•rel. las instituciones
νόμιμαTh.6.4,
ἀριστοκρατίαPlu.Arat.2
•de cosas
πέπλοιA.Pers.183,
ἄρτοςTheoc.24.138,
προσκεφάλαιαAth.255e
•mús.
Δ. ἁρμονίαmodo dorio Sch.Pi.O.1.26c
•en arq. de estilo dórico
τρίγλυφοιE.Or.1372,
τὸ ἐπίκρανονIG 22.1665.21, cf. 1666A.55 (ambas IV a.C.), ID 500A.15 (III a.C.),
κίωνPoll.7.121.
2 neutr. subst. τὸ Δ. el pueblo dorio, la estirpe doria Paus.2.13.1, 10.8.2, Str.8.1.2.
II adv. -ῶς en dialecto dorio
τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δ. εἰρήκασινAth.367a, cf. Philist.63, Apollon.Lex.s.uu. ἁμάς, τύνη, Hdn.Gr.1.252, Porph.ad Il.9.378, St.Byz.s.u. Μῆλος,
op. ΑἰολικῶςS.E.M.1.78, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.