< Δωρῖτις
Δώριχος >
Δωρίχα
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[-ῐ-]
Dórica
amante de Caraxo, hermano de Safo, Sapph.15.11, Posidipp.Epigr.17.1, Str.17.1.33, Ath.596c, Sud.s.u.
Ῥοδώπιδος ἀνάθημα
.